- μύκλους
- μύκλοιblack stripemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννεάμυκλος — ἐννεάμυκλος, ον (Α) [μύκλος] 1. (για γαϊδούρι) αυτός που έχει εννέα μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας εννέα ετών («ἐννεάμυκλος ὄνος», Καλλίμ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ισχυρός» … Dictionary of Greek